μαργιόλικος

μαργιόλικος
-η, -ο [μαργιόλης]
1. εύστροφος, πονηρός, πανούργος
2. (ιδίως στον έρωτα) ναζιάρης, παιχνιδιάρης, κατεργάρης (α. «μαργιόλικα μάτια» β. «για δες το το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο», δημ. τραγούδι).
επίρρ...
μαργιόλικα
με μαργιόλικο τρόπο, παιχνιδιάρικα, ναζιάρικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαργιόλικος — η, ο ο μαργιόλης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”